- Πετριανός
- -ή, -όν, ΜΑοπαδός τού αποστόλου Πέτρουμσν.μέλος μονοφυσιτικής δοξασίας («οἱ διαβεβαιούμενοι τὴν ὑπόστασιν μόνα εἶναι ἰδιώματα χωρὶς οὐσίας», Τιμόθ. Κων/π.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Πέτρος + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Νερων-ιανός, Παυλ-ιανός)].
Dictionary of Greek. 2013.